προσαιρούμαι

προσαιρούμαι
-έομαι, Α [αἱροῡμαι]
1. εκλέγω και προσθέτω («δέκα γὰρ ἄνδρας Σπαρτιατῶν προσείλοντο αὐτῷ συμβούλους», Θουκ.)
2. εκλέγω επιπροσθέτως
3. (σπάν. το ενεργ.) προσαιρῶ, -έω
διορίζω κάποιον ως βοηθό μου
4. φρ. «ἐμαυτῷ προσαιροῡμαί τινα» — προσλαμβάνω κάποιον ως σύντροφο ή σύμμαχο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”